Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μουνώψ — μουνώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. μονώψ … Dictionary of Greek
μονώψ — μονώψ, ῶπος, ιων. τ. μουνώψ, ὁ, ἡ και μόνωπος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό, μονόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωψ / ωπος (< ὤψ, ὠπός«οφθαλμός»), πρβλ. κελαιν ώψ] … Dictionary of Greek